ανταλαλάζω

ανταλαλάζω
(Α ἀνταλαλάζω)
αντηχώ, αντιλαλώ
αρχ.
ανταποκρίνομαι με αλαλαγμό στον αλαλαγμό συμμάχων ή συστρατιωτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνταλαλαξάντων — ἀνταλαλάζω return a shout aor part act masc/neut gen pl ἀνταλαλάζω return a shout aor imperat act 3rd pl ἀνταλαλάζω return a shout aor part act masc/neut gen pl ἀνταλαλάζω return a shout aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντηλάλαξαν — ἀνταλαλάζω return a shout aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντηλάλαξε — ἀνταλαλάζω return a shout aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταλάλαζον — ἀ̱νταλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νταλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντᾱλάλαζον , ἀνταλαλάζω return a shout imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀντᾱλάλαζον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”